-
1 φαεινός
φαεινός, leuchtend, glänzend, strahlend, von Etwas, τινί; oft bei Hom. von glänzendem, blankem Metall, κρητήρ, Il. 3, 247 Od. 15, 121, χαλκός Il. 12, 151, u. oft σάκος, δόρυ, περόνη, ϑύραι; von hellen Farben, ζωστῆρα φοίνικι φαεινόν 6, 219, vgl. 15, 538; von Teppichen u. Kleidern, πέπλος 5, 315, τάπης 10, 156; auch ὄσσε φαεινώ, 13, 3. 14, 236 u. öfter; πῦρ 5, 215; auch vom Monde, 8, 555, u. von der Eos, Od. 4, 188; ἀστέρες Eur. Cycl. 352; φαεινὰς οὐρανοῠ πτύχας Phoen. 84; vgl. ἐν φα-ειναῖς ἡλίου περιπτυχαῖς Ion 1516; einzeln bei Sp., auch in Prosa, wie Luc. dom. 7. – Compar. φαεινότερος, Il. 18, 610. Vgl. φαάντερος, φαάντατος u. φαεννός.
См. также в других словарях:
φοίνιξ — Μυθικό ιερό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων. Κατά τον Ηρόδοτο, είχε μέγεθος αετού, με φτερά κόκκινα και χρυσά. Κάθε πεντακόσια χρόνια ερχόταν από την Αραβία στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, φέρνοντας το πτώμα του πατέρα του, που το είχε τυλιγμένο σε… … Dictionary of Greek